παιδομαθής

παιδομαθής
παιδο-μᾰθής, ές,
A having learnt in childhood, Hp.Lex 2; precociously quick,

π. πρός τι Antid.2.5

;

περὶ τὰ πολεμικά Plb.3.71.6

; τινος Longin.44.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παιδομαθής — παιδομαθής, ές (Α) 1. αυτός που έμαθε, που διδάχθηκε κάτι από την παιδική ηλικία 2. αυτός που ασχολήθηκε και επιδόθηκε σε κάτι πρόωρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + μαθής (< μανθάνω)] …   Dictionary of Greek

  • παιδομαθής — having learnt in childhood masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδομαθῆ — παιδομαθής having learnt in childhood neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) παιδομαθής having learnt in childhood masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) παιδομαθής having learnt in childhood masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδομαθεῖ — παιδομαθής having learnt in childhood masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) παιδομαθής having learnt in childhood masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδομαθεῖς — παιδομαθής having learnt in childhood masc/fem acc pl παιδομαθής having learnt in childhood masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδομαθέα — παιδομαθής having learnt in childhood neut nom/voc/acc pl (epic ionic) παιδομαθής having learnt in childhood masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -μαθής — (AM μαθής) β συνθετικό λόγιας προέλευσης επιθέτων < αρχ. μαθής < μάθος < μανθάνω*, που σημαίνουν τον γνώστη, αυτόν που έχει μάθει και γνωρίζει κάτι.Παραδείγματα σύνθ. σε μαθής: αμαθής, αρτιμαθής, αυτομαθής, δυσμαθής, ευμαθής, ημιμαθής,… …   Dictionary of Greek

  • παιδομαθία — παιδομαθία, ιων. τ. παιδομαθίη, ἡ (Α) [παιδομαθής] η μάθηση κατά την παιδική ηλικία …   Dictionary of Greek

  • παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”